- τολμηρον
- τολμηρόντό1) дерзание, смелость Thuc.2) смелый поступок, подвиг Arst.
Древнегреческо-русский словарь - М.: ГИИНС. Дворецкий И.Х.. 1958.
Древнегреческо-русский словарь - М.: ГИИНС. Дворецкий И.Х.. 1958.
τολμηρόν — τολμηρός hardihood masc acc sg τολμηρός hardihood neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
τολμηρός — ή, ό / τολμηρός, ά, όν, ΝΜΑ 1. αυτός που έχει τόλμη, άφοβος, ριψοκίνδυνος (α. «τολμηρός άνθρωπος» β. «οὐχ ἐν τι μόνον, ἀλλὰ πολλὰ τολμηρός ἐστι», Λυσ.) 2. αυτός που γίνεται με τόλμη (α. «τολμηρό εγχείρημα» β. «ἀνοίας οὐδὲν τολμηρότερον», Μέν.) 3 … Dictionary of Greek
JEZABEL — filia Ethbaal Regis Sidoniorum, uxor Regis Ahab sceleratissima. 1. Reg. c. 16. v. 33. etc. 21. v. 5. Torniel. et Salian. in Ann. Lat. ins. habitaculi, vel vaehabitaculo, aut ex Hebraeo et Syro, ins. sterquilinii, vel vaesterquilinio. Τὸ γύναιον… … Hofmann J. Lexicon universale
νεωτεροποιία — νεωτεροποιΐα, ἡ (ΑΜ) [νεωτεροποιός] μσν. στάση, κίνημα, επαναστατική κίνηση αρχ. το νεωτεριστικό πνεύμα («δείσαντες τῶν Άθηναίων τὸ τολμηρὸν καὶ τὴν νεωτεροποιΐαν», Θουκ.) … Dictionary of Greek